- Βελλεροφόντη
- Βελλεροφόντηςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βελλεροφόντῃ — Βελλεροφόντης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
Σόλυμοι — Αρχαίος πολεμικός λαός της Λυκίας, που κατοικούσε στα Σόλυμα όρη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Όμηρου ο λαός αυτός ήταν εχθρικός προς τους Λύκιους, με τους οποίους ήρθε επανειλημμένα σε σύγκρουση. Κάποτε ο βασιλιάς της Λυκίας Προίτος έστειλε εναντίον … Dictionary of Greek
Χαλινίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που έβαλε χαλινάρι στον Πήγασο, που βοήθησε τον Βελλεροφόντη να τόν χαλιναγωγήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἁμαξ ῖτις)] … Dictionary of Greek
ερυσίχθων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μυρμιδόνα ή του Τριόπα, εγγονός του Ποσειδώνα, που τον έλεγαν και Άθωνα. Ήταν περιώνυμος για την ασέβειά του. 2. Αθηναίος, γιος του Κέκροπα, αδελφός της Αγλαύρου, της Έρσης και της Πανδρόσου, ο οποίος… … Dictionary of Greek
λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές … Dictionary of Greek
Βέλλερος — Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς της Κορίνθου. Ο μύθος αναφέρει ότι σκοτώθηκε από τον Βελλεροφόντη, που προηγουμένως ονομαζόταν Ιππόνοος … Dictionary of Greek
Βελλεροφόντης ή Βελλεροφών — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ποσειδώνα, είχε θνητό πατέρα τον Γλαύκο, γιο του βασιλιά της Κορίνθου Σίσυφου, και μητέρα την Ευρυνόμη. Η ζωή του διαταράχτηκε από τη στιγμή που σκότωσε, άθελά του, στην Κόρινθο τον Βέλλερο (από αυτό πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
Δηιδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα που αναφέρεται και με το όνομα Πύρρα. Όταν ο Αχιλλέας ήταν ακόμα νέος, ο πατέρας του τον έστειλε στα ανάκτορα του πατέρα της Δ. και βασιλιά της Σκύρου, Λυκομήδη, όπου ανατράφηκε… … Dictionary of Greek
Ευρυνόμη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας, η οποία απέκτησε με τον Δία τις τρεις Χάριτες, Αγλαΐα, Ευφροσύνη και Θάλεια. Στις θεογονίες των αρχαίων συγγραφέων αναφέρεται ότι η Ε. βασίλεψε στον Όλυμπο με τον σύζυγό της, Οφίωνα … Dictionary of Greek